- χολαιμικός
- η , ό[ν] мед. желтушный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χολαιμικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με τη χολαιμία 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χολαιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολαιμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek